Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

learning process


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο learning παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: process
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: learning, learn

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
learning n (knowledge acquired)μόρφωση, παιδεία ουσ θηλ
  γνώσεις ουσ θηλ πλ
 This class will add to my learning about this subject.
 Αυτό το μάθημα θα προσθέσει στη μόρφωσή μου όσον αφορά αυτό το αντικείμενο.
learning n (process of gaining skill or awareness)μάθηση ουσ θηλ
  εκμάθηση ουσ θηλ
 Much learning takes place outside of the classroom.
 Μεγάλο μέρος της διαδικασίας της μάθησης λαμβάνει χώρα έξω από την αίθουσα διδασκαλίας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
learn [sth] vtr (know by studying)μαθαίνω ρ μ
 I would love to learn Spanish one day.
 Θέλω πολύ να μάθω κάποτε ισπανικά.
learn [sth] vtr (memorize)μαθαίνω ρ μ
 The actor had to learn his lines.
 Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του.
learn to do [sth] v expr (skill: acquire) (να κάνω κάτι)μαθαίνω ρ μ
 Children usually start to learn to walk when they are about a year old.
 Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους.
learn [sth] vtr (technique: master)μαθαίνω ρ μ
 He learned the art of stone masonry in just three years.
 Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια.
learn who,
learn what,
learn why
vtr + pron
(details, reasons: ascertain) (ποιος, τι, γιατί)μαθαίνω ρ μ
  (ψάξιμο: ποιος, τι, γιατί)βρίσκω ρ μ
 After weeks of work, the detective finally learned who the killer was.
 Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος.
learn [sth] vtr (with object: discover)μαθαίνω ρ μ
 Guess what I just learned by listening in to a phone conversation?
 Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση!
learn,
learn that
vtr
(with clause: become aware) (ότι/πως)μαθαίνω ρ μ
 I only learned yesterday that he had died.
 Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε.
learn vi (acquire knowledge)μαθαίνω ρ αμ
 I don't know how to do it, but I'll learn.
 Δεν ξέρω πώς να το κάνω, αλλά θα μάθω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
learning | learn
ΑγγλικάΕλληνικά
blended learning n (learning in classroom and online)συνδυασμένη μέθοδος διδασκαλίας ουσ θηλ
cooperative learning,
co-operative learning
n
(teaching: multi-level groups) (εκπαίδευση)συνεργατική μάθηση επίθ + ουσ θηλ
distance learning n (correspondence classes)εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως φρ ως ουσ θηλ
  τηλεκπαίδευση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπουδές από απόσταση φρ ως ουσ θηλ πλ
 For people living in remote areas, distance learning is a good alternative to attending classes.
 Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων.
e-learning n (online study)ηλεκτρονική μάθηση επίθ + ουσ θηλ
  e-learning ουσ ουδ άκλ
e-learning n as adj (relating to online study)ηλεκτρονικής μάθησης περίφρ
  e-learning επίθ άκλ
learning activity n ([sth] done for educational purposes)εκπαιδευτική δραστηριότητα επίθ + ουσ θηλ
 The students' visit to the museum was an enjoyable learning activity.
learning curve n (degree of difficulty in learning [sth])καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης φρ ως ουσ θηλ
 There's a steep learning curve for English speakers starting to learn Japanese.
learning disability n (cognitive disorder)μαθησιακή δυσκολία επίθ + ουσ θηλ
learning disabled,
learning-disabled
adj
(having an educational disability)που έχει μαθησιακές δυσκολίες περίφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adjective before a noun
learning objective n (aim of a lesson)στόχος μαθήματος φρ ως ουσ αρσ
  μαθησιακός στόχος, εκπαιδευτικός στόχος επίθ + ουσ αρσ
 Learning objectives include skills acquisition and the ability to apply concepts.
learning style,
style of learning
n
(preferred way of acquiring knowledge)τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης περίφρ
machine learning n (artificial intelligence field)μηχανική μάθηση επίθ + ουσ θηλ
mastery learning n (educational approach) (εκπαίδευση)mastery learning ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Είναι ξενική.
rote learning n (memorization by repetition)εκμάθηση με επανάληψη περίφρ
  αποστήθιση μέσω επανάληψης περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Though many teachers don't like it, I still believe that rote learning is useful for some topics.
 The best way to remember your times tables is by rote learning.
 Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση learning process στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «learning process».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!